Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

√ Τεχνική & αισθητική - Η ταυτότητα των γεφυριών






Τεχνική και αισθητική
                                       … η ταυτότητα των γεφυριών



Α
ν οι δρόμοι, όπως έχει ειπωθεί, αποτελούν υπόστρωμα της ροής της επικοινωνίας, τότε τα γεφύρια συνιστούν την καλύτερη εγγύηση για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της. Μεγάλη η αξία τους στα παλιά χρόνια, γιατί, αντίθετα με ότι συμβαίνει σήμερα, τότε πρώτα χτιζόταν το γεφύρι -όπου τούτο ήταν μπορετό- κι ύστερα χαραζόταν η πορεία του δρόμου!  
Στην Πίνδο όλοι οι δρόμοι είχαν δίπλα τους ένα ποτάμι, για την ακρίβεια χρησιμοποιούσαν την κοίτη του, κάθε τόσο όμως ένα άλλο ποτάμι, ή και το ίδιο, πρόβαλε μπροστά τους απαγορευτικό, που έπρεπε οπωσδήποτε να υπερπηδήσουν. Χωρίς γεφύρι, αναζητώντας πόρο, η καθυστέρηση ήταν μεγάλη, τυχόν δε απόπειρα διάβασης μέσα απ’ το νερό σήμαινε κίνδυνο συχνά μοιραίο.
Η κάλυψη, εδώ, της συγκεκριμένης ανάγκης -της γεφύρωσης των ποταμών- υπήρξε κάτι παραπάνω από επιτακτική. πολλά τα ποτάμια, πολλοί οι χείμαρροι, αμέτρητοι οι λάκκοι, ενώ, απ’ την άλλη, μεγάλη, παροιμιώδης η φτώχεια του τόπου. Κι όμως, παρά την τεράστια διάσταση ανάγκης και μέσων κάλυψης, ο αριθμός των γεφυριών που χτίστηκαν στην Πίνδο πραγματικά εκπλήσσει. Όσο για την τεχνική και την αισθητική τους, δίκαια κέρδισαν τον τίτλο του μνημείου..!

Γνωστό πως το τοπίο ανάλογα με το υψόμετρο αποκτάει και διαφορετική μορφολογική όψη. Η Πίνδος, βέβαια, κυριαρχείται από ένα ανάγλυφο έντονα ανώμαλο όσο και ιδιόμορφο. Αυτό δεν μπορεί, παρά να ασκεί σοβαρή επίδραση στο κλίμα, ιδιαίτερα στις βροχές, σημειώνοντας μεγάλες ή μικρότερες αποκλίσεις από το μεσογειακό τύπο που συναντάται σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου. Με τη σειρά τους, ανάγλυφο και κλίμα επιδρούν άμεσα τόσο στο υδάτινο σύστημα της περιοχής όσο και στον άνθρωπο, που η μεταξύ τους πάλη θα γεννήσει τα γεφύρια. Το ποτάμιο υδάτινο σύστημα χαρακτηρίζει η μεγάλη πυκνότητα, η έντονη στις εποχές μεταβλητότητα παροχής, κι η γρήγορη ταχύτητα απορροής του. Όσο για τον άνθρωπο, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει αλλού, εδώ, λόγω της τουρκοκρατίας, τον συναντάμε εγκαταστημένο, να διαμένει μόνιμα, στην ορεινή κυρίως ζώνη.
Αλλά ένας τόσο άγριος και άγονος τόπος ανέκαθεν εξωθούσε τους κατοίκους στη φυγή, σ’ ένα ταξίδι επιβίωσης. Τον αγαπούσαν όμως και πάντοτε επέστρεφαν. Σ’ αυτό το αδιάκοπο πήγαινε-έλα, δρομολόγιο ζωής που καθόριζε τη μοίρα τους -καθημερινό, εποχικό, μακροχρόνιο- η πάλη με το υγρό στοιχείο φάνταζε μάταιη, καταδικασμένη. Γιατί η γη που συνεχώς τους έδιωχνε, τελικά ήταν αυτή η ίδια που, τροφοδοτώντας αμέτρητους λάκκους, ρέματα και ποταμούς, τους δυσκόλευε να φύγουν. Δυο φόβους είχε πάντα ο ορεσίβιος ντόπιος, δυο φόβους ανομολόγητους λες και έτσι θα τους ξόρκιζε. Από τη μια μεριά φοβόταν τους ληστές, από την άλλη συναπάντημα κακό με αδιάβατα ποτάμια. Κι αν για τους πρώτους δεν μπορούσε να κάνει τίποτα -ήταν ζήτημα υποτίθεται των αρχών-, για τα δεύτερα, τα ποτάμια, ονειρευόταν γεφύρια πέτρινα, που βέβαια έπρεπε να στήσει μοναχός του. 

Α
ναμφίβολα η τουρκοκρατία υπήρξε η εποχή που έδωσε όχι μόνο τα πολλά, αλλά και τα διαφορετικά γεφύρια! Πρόκειται για λαϊκές κατασκευές του λεγόμενου “ανατολίτικου ρυθμού”, ο οποίος στην ευρύτερη περιοχή της Πίνδου έμελλε να εξελιχθεί σε έναν ειδικό, πολύ ενδιαφέροντα τύπο! Υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά στο κάθε πετρογέφυρο -οι συνιστώσες του ρυθμού-, αλλά όμως και ιδιαιτερότητες που καθιστούν την κάθε κατασκευή μοναδική -γνώρισμα αυτό, πολύτιμο, κάθε λαϊκής τέχνης. Μελετώντας όσα γεφύρια σώθηκαν ως τις μέρες μας -κι ευτυχώς στην Πίνδο υπάρχουν αρκετά-, λαμβάνοντας υπ’ όψη και τα πρόσφατα γκρεμισμένα, ακόμη κι όσα παλαιότερα γνωρίζουμε μέσα από φωτογραφίες, μπορούμε να ανιχνεύσουμε τις μορφές που κυρίως χρησιμοποιήθηκαν, συνειδητοποιώντας συνάμα και τις αιτίες που τις προκάλεσαν.


1. Βάθρο, Ποδαρικό 1α. Ακρόβαθρο, Έξω ποδαρικό 1β. Μεσόβαθρο, Μέσα ποδαρικό 2. Θεμέλιο, Θεμέλι. 3. Πάσσαλοι θεμελίωσης 4. Πρόβολος, Έμβολο, Πρόμαχος, Καλκάν 4α. Πρόβολος ανάντι, Προρρήνιο, Κόφτης 4β. Πρόβολος κατάντι, Μεταρρήνιο, Κόντρα 5. Ημικώνιο 6. Σκαλότρουπα. 
7. Τόξο, Βόλτο, Καμάρα, Θόλος, Αψίδα 7α. Κύριο ή βασικό τόξο, Μεσιακιά καμάρα 7β. Βοηθητικό τόξο 7γ. Ανακουφιστικό τόξο, Παράθυρο,                Ψευτοθυρίδα, Παραθόλι 8. Μάσκα, Γένεση τόξου 9. Διάζωμα, Στεφάνι 10. Καμαρολίθια, Θολίτες, Αψιδόλιθοι, Τοξόλιθοι 11. Εσωρράχιο, Άντυγα. 
12. Εξωρράχιο 13. Κλειδί 14. Άρπιζα 15. Τύμπανο, Μέτωπο 16. Κόγχη, Πουλίτσα 17. Πλάκα, Σενές 18. Έρμα - γέμισμα. 19. Διάδρομος διάβασης, Οδόστρωμα, Κατάστρωμα, Καλντερίμι, Λιθόστρωτο 20. Ούβια, Ούγια, Καρτέρι 21. Αρκάδες 22. Κράσπεδο, Στηθαίο, Πεζούλι, Παραπέτο, Κουρκουλούκι, Φλάχτρες, Κοθώρια 23. Καπάκι, Κουπαστή, Κουπαρτίνα, Κοπερτίνα


  Η τελική μορφή, η ταυτότητα του κάθε ηπειρώτικου γεφυριού της Πίνδου, δεν εξαρτάται βέβαια μόνο από τον αριθμό των τόξων του. Ρόλο παίζει και το σχήμα των τελευταίων, πώς κλειδώνουν, όπως και η θέση που καταλαμβάνουν στην όλη κατασκευή ανάλογα με τη λειτουργικότητά τους -η μεταξύ τους διάταξη. Ύστερα, σημαντική συμβολή στην όλη στατικότητα και αισθητική έχουν οι πρόβολοι και τα παράθυρα. Τέλος, ο διάδρομος διάβασης, κυρίως ο τρόπος που αυτός αλλάζει όχθη, σηματοδοτεί καίρια την εικόνα κάθε ντόπιου πετρογέφυρου. Μην ξεχνάμε και το υλικό κατασκευής, τον φαιό σχιστόλιθο, που τουλάχιστον στη δυτική Πίνδο χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά -οι στενόμακρες πλάκες του εύκολα δένονται με οριζόντιους αρμούς σ’ ένα συμπαγές και πειθαρχημένο σύνολο.    

   Η θέση του κύριου τόξου, αυτού που υπερπηδάει τη λαμπάδα του ποταμού, αποτελεί ίσως την πιο κρίσιμη επιλογή του λαϊκού τεχνίτη. Απ’ αυτή θα εξαρτηθεί η αντοχή -διάρκεια ζωής- αλλά και η αισθητική εικόνα του έργου του. τον οδηγούν, πάντα, η εμπειρία και το γερό θεμέλιο. Έτσι, πολύ σπάνια προκύπτει -από αδυναμία καν δεν επιδιώκεται- συμμετρία! Σαν συνέπεια της έλλειψης της τελευταίας, έχουμε μια πλαστικότητα, που χαρακτηρίζει κάθε λαϊκή δημιουργία, φυσικά και τη γεφυροποιία! Όλα τούτα φαίνονται καθαρά, αποδεικνύονται, κυρίως στα πολύτοξα γεφύρια. Εκεί, η  “μεσιακιά καμάρα των δημοτικών τραγουδιών δεν είναι παρά το "κύριο", το βασικό τόξο, που κάνει όλη τη δουλειά. Και βέβαια κάθε άλλο παρά στη μέση της “πλατιάς” κοίτης βρίσκεται.
Δίπλα, πότε δεξιά, πότε αριστερά, πότε κι απ’ τις δύο τις μεριές, πάντα όμως ασύμμετρα, χτίζονται τα άλλα τόξα, όλα μικρότερα. Είναι τα λεγόμενα “βοηθητικά”, προοριζόμενα τούτα να λειτουργούν στις μεγάλες χειμωνιάτικες κατεβασιές. τέτοιες, μη συμμετρικές εικόνες, ξένιζαν τους συνηθισμένους σε πειθαρχημένες κατασκευές ευρωπαίους περιηγητές, που σχολίαζαν ειρωνικά.

Τα ανακουφιστικά τώρα τόξα -αλλιώς “παράθυρα”- ανακουφίζουν τα γεφύρια και λειτουργικά και αισθητικά, όπως άλλωστε δηλώνει και τ’ όνομά τους. Πρόκειται για διαμπερή ανοίγματα στο σώμα τους, που μπορούν να απορροφούν ικανές ποσότητες νερού στις μεγάλες κατεβασιές, αλλά και να ελαφρώνουν, οπτικά, τις βαριές κατά κανόνα σιλουέτες τους. Το αποτέλεσμα, πρακτικά και αισθητικά, κρίνεται επιτυχημένο, αφού, διαφορετικά, η κατάρρευση θα ήταν γρήγορη και η όψη άσχημη. Ειδικά στα πολύτοξα γεφύρια -σ’ αυτά χρειάζονται περισσότερο- η χρήση τους δεν υπήρξε απλά αισθητική λύση, μα επιβεβλημένος, εξ ανάγκης, ελιγμός. Είναι λοιπόν φορές που σ’ ένα βάθρο ανοίχτηκαν μέχρι και τρία παράθυρα προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υπερβολική το χειμώνα πίεση του νερού. Για παράδειγμα, στο τεράστιο, στο δωδεκάτοξο γεφύρι του Κούρτ πασά, κοντά στο Ελμπασάν, έχουμε παραπάνω από 30(!) παράθυρα. Αλλά και τα μονότοξα γεφύρια χρειάστηκε να βοηθηθούν με τέτοιου είδους ανοίγματα∙ ας πούμε του Σούμπαση στη Β. Ήπειρο, που αν κι διαθέτει μόνο ένα τόξο, παραστέκουν δεξιά κι αριστερά 10 (!) ανακουφιστικές θυρίδες.



 
  
    Τα τόξα, είτε πρόκειται για μεγάλα βασικά, είτε για βοηθητικά, είτε για ανακουφιστικά, εκπλήσσουν με την ποικιλία των σχημάτων που εμφανίζονται. Στη μεγάλη τους βέβαια πλειοψηφία ολοκληρώνουν την κίνησή τους σε ημικυκλική τροχιά, δηλαδή κλειδώνουν τους θολίτες τους στο “μιρκέζι” (= διαβήτης στα τούρκικα). Υπάρχουν και τα οξυκόρυφα, πιο στέρεα, που για να κλειδώσουν απαιτούν δύο κέντρα κύκλου και μεγάλη δεξιοτεχνία από τον κατασκευαστή τους. Μάλιστα σε κάποια απ’ αυτά -να πούμε στου Τσιμίντζη στο Πωγώνι- γίνονται τέτοια σπασίματα στο οξυκόρυφο σχήμα τους, που πια τείνουν, φεύγει η φιγούρα τους, προς το τόξο “τυδώρ”! Υπάρχουν και κάποια, ακόμη πιο τολμηρά αλλά λίγα, που κλειδώνουν σε γωνία, δίνοντας όψη τριγώνου -του Δάμε στη Ζαγοριά, ανάμεσα Αργυρόκαστρο και Πρεμετή. 
 


     Θα παραμείνουμε στα σχήματα των τόξων, των ανακουφιστικών ειδικότερα, γιατί κυρίως στη Βόρεια Ήπειρο έχουμε περιπτώσεις, αν όχι μοναδικές, τουλάχιστον πολύ σπάνιες. Και πρώτα-πρώτα να αναφέρουμε τα τεταρτοκυκλικά των γεφυριών της Χοστέβας στη Ζαγοριά, του Χασάνμπεη πάνω απ’ το Μπεράτι, της Γορίτσας μέσα στο ίδιο το Μπεράτι, του Κουρτ πασά στο Ελμπασάν, της Μιράκας ανατολικότερα. Στο τελευταίο -κυριολεκτικά μοναδική περίπτωση στην Πίνδο- συναντάμε τεταρτοκυκλικό και βοηθητικό τόξο! Ύστερα, να προσέξουμε το γεφύρι του Φρέγκου στο Γκιόρμι της Αυλώνας, αλλά και το γεφύρι στα Γκαλντέρια της Γορίτσας στη Δρόπολη, όπου τα παράθυρα τους, με περισσή τέχνη, ανοίγουν σχεδόν τετράγωνα!! εντυπωσιάζει, τέλος, το όχι και τόσο συχνό στη Βαλκανική -αλλού ναι- ολοστρόγγυλο (!) παράθυρο του γεφυριού της Οργότσκας στην Κολώνια.

Στην κατασκευή των τόξων, ανεξάρτητα από μέγεθος -μικρά ή μεγάλα- τον αριθμό τους -μονότοξα ή πολύτοξα- τη λειτουργία -κύρια, βοηθητικά, ανακουφιστικά- το σχήμα τους -ημικυκλικά, οξυκόρυφα, κ.λπ.- ακολουθείται η ίδια διαδικασία και τεχνική. Πρόκειται, ομολογουμένως, για την πιο κρίσιμη φάση του έργου. Το πελέκημα των θολιτών και το χτίσιμό τους, αντίθετα με το υπόλοιπο μέρος που γίνεται με αργολιθοδομή, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια. Γιατί απ’ αυτό θα εξαρτηθεί η αντοχή και η εμφάνιση του γεφυριού. 


   Οι πελεκάνοι λοιπόν -ο πρωτομάστορας και οι καλύτεροι της παρέας- διαλέγουν πέτρα γερή -σκούρο σχιστόλιθο ή σκληρούς ασβεστόλιθους- κι αρχίζουν, υπομονετικά, να τους δίνουν ελαφρά σφηνοειδή μορφή. δύσκολη δουλειά, κι αργή -καθένας τους τρία τέσσερα καμαρολίθια κατάφερνε την ημέρα-, που θέλει εμπειρία και προπαντός μεράκι. Οι άλλοι μαστόροι, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, μία σε κάθε όχθη, αναλαμβάνουν το χτίσιμο χρησιμοποιώντας ειδικό κονίαμα, το “κουρασάνι” (μίγμα σβησμένου ασβέστη, άμμου, τριμμένου κεραμιδιού, ελαφρόπετρας, ξερών χορταριών και κάποτε, κατά την παράδοση, μαλλιών ζώων και αυγών). 


 Ακολουθώντας το γύρισμα των καλουπιών, που ’χουν στήσει με μεγάλη ακρίβεια, ανεβαίνουν σιγά-σιγά, ακτινωτά, όλο συγκλίνοντας προς την κορυφή όπου θα γίνει το κλείδωμα. Για να μένουν σε σωστή τροχιά, παίζουν με τη λάσπη παρεμβάλλοντας στην ανάγκη και μικρές λίθινες σφήνες. Είναι μάλιστα φορές που, για ακόμη μεγαλύτερη συνοχή του τόξου, το διατρυπούν κατά πλάτος, τοποθετώντας ανά διαστήματα, ανάμεσα στους θολίτες, μεταλλικούς ελκυστήρες -τα άκρα κι η αγκύρωσή τους διακρίνονται στις όψεις. Έτσι, το έργο δένεται από τη μία πλευρά στην άλλη -σιδερώνεται κατά τους μαστόρους- και το γεφύρι, κυριολεκτικά σίδερο, στεριώνει. Πρόκειται για τις “άρπιζες”, που απ’ ότι φαίνεται χρησιμοποιήθηκαν αρκετά νωρίς.
   Όταν τιμητικά ο πρωτομάστορας, επιτέλους, κλειδώνει ψηλά το τόξο, αρχίζει αμέσως η κατασκευή του δεύτερου διαζώματος, του δεύτερου επάλληλου τόξου, που είτε θα συνεισφέρει κι αυτό στη στατικότητα του γεφυριού, είτε απλά θα διακοσμεί. Στην μία περίπτωση -λειτουργικό τόξο-, οι θολίτες της δεύτερης στρώσης έχουν ίδιο μέγεθος με τους αποκάτω, στην άλλη όμως -ψεύτικο τόξο, διακοσμητικό- είναι σαφώς μικρότεροι. Υπάρχει και τρίτη περίπτωση, επίσης διακοσμητική, που οι θολίτες, λεπτά πια πηχάκια στην περιφέρεια του αρχικού τόξου, επιστέφουν το τελευταίο, το κορνιζάρουν. Να πούμε πως, και στις τρεις περιπτώσεις, οι θολίτες τού δεύτερου διαζώματος, προεξέχοντας ελαφρά, 3-5 cm, δημιουργούν πρόσθετο αισθητικό αποτέλεσμα απ’ τις σκιές που προκαλεί ο ήλιος! Όλα αυτά, βέβαια, συμβαίνουν, χαρακτηρίζουν τη λαϊκή γεφυροποιία, στη διάρκεια της τουρκοκρατίας. η τεχνική θα απλοποιηθεί, χρησιμοποιώντας μόνο ένα στεφάνι θολιτών, μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, συνεχίζοντας, ίδια, και για όσο διάστημα στον 20ο αιώνα εξακολουθούν να χτίζονται γεφύρια πέτρινα. σίγουρα, σε συνδυασμό με τον επίπεδο τώρα διάδρομο διάβασης, αυτό αποτελεί κατάκτηση, δείχνει γνώση, αισθητικά όμως η όλη εικόνα φτωχαίνει. 
  
μεγαλύτερο άνοιγμα τόξου, όχι μόνο στην Πίνδο, αλλά σε ολόκληρη τη Βαλκανική, μετριέται σήμερα στο γεφύρι της Πλάκας στον Άραχθο ποταμό κάτω απ’ τα Τζουμέρκα -ανοίγει 40 ολόκληρα μέτρα και σηκώνεται πάνω απ’ το νερό 20 ! (μέχρι τα χρόνια του Εμφύλιου, την πρωτιά, με 45 μ. άνοιγμα, κατείχε το γεφύρι του Κοράκου στον Αχελώο, ανάμεσα Άρτα και Καρδίτσα, αλλά ανατινάχτηκε το Μάρτη του 1949). Φυσικά το συγκεκριμένο γεφύρι, της Πλάκας, ανακηρύσσεται σαν ένα απ’ τα μεγαλύτερα του χώρου! Με την ευκαιρία λοιπόν να διευκρινιστεί πως, μεγάλο γεφύρι δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πολύτοξο γεφύρι. Υπάρχουν αρκετά μονότοξα -σαν της Πλάκας που είδαμε- που, στην προσπάθειά τους να ζεύξουν πλατιές κοίτες, αναγκάστηκαν για λόγους αντοχής να σηκωθούνε πολύ πάνω απ’ το νερό, αποκτώντας έτσι εντυπωσιακές διαστάσεις -το καταβιβασμένο τόξο στη λαϊκή γεφυροποιία άργησε να κατακτηθεί!  
  
Είπαμε πως, δεξιά κι αριστερά του τόξου -ή των τόξων-, η υπόλοιπη τοιχοποιία δομείται όχι ιδιαίτερα επιμελημένη. Είναι φορές που ελάχιστα διακρίνεται το αρμολόγημα στις όψεις των γεφυριών, εσωτερικά δε το γέμισμα τους γίνεται πολύ πρόχειρα με λιθορριπή και μπόλικο χώμα! ωστόσο, σπάνια λείπει απ’ τους τεχνίτες η πρόθεση για κάποια, έστω στοιχειώδη, διακόσμηση, φυσικά πάντα συνδυασμένη -κατά λαϊκή απαίτηση- με πρακτικό όφελος. Έτσι: πακτώνεται στο εσωρράχιο, κάτω ακριβώς απ’ το κλειδί, μεταλλικός κρίκος, απ’ όπου κρεμασμένο μικρό καμπανάκι λειτουργεί σαν ηχητικό σινιάλο στις κακοκαιρίες∙ σκαλίζεται μια ροζέτα, ένας σταυρός, ένα όνομα κάπου, εξανθρωπίζοντας το μαγικό κτίσμα μέσα στην ερημιά∙ σε εμφανή θέση -στο τύμπανο μεταξύ των τόξων, δίπλα απ’ το κατέβασμα των θολιτών στα μονότοξα-, επιχειρείται η διαιώνιση της μνήμης με αναφορά στο χρόνο κατασκευής και στο χορηγό του έργου -πρόκειται για τις εντοιχισμένες, μαρμάρινες κατά κανόνα, κτητορικές πλάκες (σενέδες). 

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο στη λαϊκή εκδοχή του πετρογέφυρου αποτελούν αναμφίβολα και οι πρόβολοί του, απλοί στη μορφή, αυστηρά προσανατολισμένοι στο σκοπό τους. Άλλοτε μόνο στα ανάντη, άλλοτε στα κατάντη, άλλοτε -το πιο σωστό- και απ’ τις δύο τις πλευρές, συνεισφέρουν ιδιαίτερα στην αντοχή, αλλά και στην αισθητική εικόνα του έργου. Υποστηρίζουν αποτελεσματικά τα μεσόβαθρα, κατασκευασμένα ακριβώς κάτω απ’ τα ανακουφιστικά παράθυρα. Σαν “κόφτες” μπροστά, σπάζουν την ορμή των νερών, σαν “κόντρες” πίσω, στηρίζουν αλλά και μειώνουν τον επικίνδυνο για τα θεμέλια στροβιλισμό. Το σχήμα τους συνήθως είναι τριγωνικό -με ή χωρίς ημικωνική κάλυψη-,  κάποτε όμως, σπανιότερα, στρογγυλεύουν ελαφρώς.

Και τελειώνουμε με το κατ’ εξοχή χαρακτηριστικό τού λεγόμενου ανατολίτικου τρόπου γεφύρωσης. Εννοούμε τον καμπουρωτό διάδρομο διάβασης, που ακριβώς το παράξενο σχήμα του σηματοδοτεί τον συγκεκριμένο ρυθμό, διακρίνοντάς τον απ’ τη δυτική γεφυροποιία. Φανερό πως τα γεφύρια της Ανατολής φτιάχτηκαν για πεζούς, εκείνα της Δύσης και για οχήματα -άμαξες, άρματα κ.λπ.

    
   Ο διάδρομος διάβασης λοιπόν εδώ, για να σε περάσει στην αντίπερα όχθη, διαγράφει τολμηρή καμπυλωτή τροχιά, διατρέχοντας όλο το μήκος του γεφυριού. το ανέβασμά του κατά κανόνα το κορυφώνει πάνω απ’ το βασικό, το υψηλότερο τόξο. κάποτε όμως, ανεβοκατεβαίνει περισσότερες φορές, μιμούμενο την κίνηση των αποκάτω του τόξων -Καλογερικό στο Ζαγόρι. Αν η κίνησή του ανεξαρτητοποιείται εντελώς από τα τόξα -υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις-, τότε η ταλάντευση του καλντεριμιού δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα, γεμάτη χάρη, μορφή. Ας θυμηθούμε το γεφύρι του Παπαστάθη στον Δρίσκο, κοντά στα Ιωάννινα, του οποίου η εικόνα ξένισε  τον Πουκεβίλ και το κατηγόρησε...
    Το λιθόστρωτο του διαδρόμου διάβασης ουσιαστικά παραμένει ίδιο με το καλντερίμι του δρόμου που οδηγεί στο γεφύρι. Δηλαδή έχουμε πέτρες ακανόνιστες, στρωμένες όμως τώρα με κάποια σχετική φροντίδα. Όχι σπάνια, για το τελευταίο, το καλντερίμι του γεφυριού, χρησιμοποιούνται πέτρες απ’ το ίδιο το ποτάμι. Πάντως, όπως στους δρόμους τους ανηφορικούς, έτσι και εδώ, κυρίως σε γεφύρια με μεγάλες κλίσεις, χτίζονται “ούγιες”. Είναι οι επιμήκεις πέτρες που, κατά διαστήματα ανθρώπινου βηματισμού, τοποθετούνται εγκάρσια στο διάδρομο, διαιρώντας το καλντερίμι σε τμήματα. σ’ αυτά, τα λίθινα “ζωνάρια”, σκαλώνουν ευκολότερα τα πόδια ανθρώπων και ζώων, για να ανεβοκατεβαίνουν πιο σίγουρα, να περνούν απέναντι με σχετική ασφάλεια. Αυτή τουλάχιστον είναι η πρόθεση, γιατί στην πράξη  το πράγμα δεν είναι και τόσο απλό. 

   το ωφέλιμο πλάτος των διαδρόμων διάβασης των πιο πολλών γεφυριών κυμαίνεται από 2.00 - 2.50 μ.. Ακολουθούν αυτών με 2.50 - 3.00 μ.. φυσικά υπάρχουν και πιο στενοί, όπως και με μεγαλύτερο πλάτος. Να πούμε πως η μέτρηση αφορά -εκεί γίνεται- το υψηλότερο σημείο του διαδρόμου, αφού ο τελευταίος δεν έχει πάντα ενιαίο πλάτος σ’ όλο το μήκος της διαδρομής του. συχνά ξεκινάει απ’ τη μια όχθη πιο πλατύς, στενεύει στην κορυφή -πάνω απ’ τα κλειδιά του βασικού τόξου- και ξαναπλαταίνει στην απέναντι. πάντως, συσχετίζοντας τις διαστάσεις τους με τις χρονολογίες κατασκευής των γεφυριών, ανακαλύπτουμε πως δεν ισχύει και τόσο ότι οι διάδρομοι όσο περνούν τα χρόνια πλαταίνουν, γίνονται άνετοι μόνο στα τέλη του 19ου με αρχές 20ου αιώνα. γεφύρια με ικανοποιητικό πλάτος χτίζονταν και παλιότερα. Όσο για το διάδρομο διάβασης με το μεγαλύτερο μήκος, σίγουρα πρέπει να ήταν αυτός του δωδεκάτοξου γεφυριού του Κουρτ πασά, που όμως πια έχει καταστραφεί.  

   
   Για την προφύλαξη των διερχομένων, κατασκευάζονται δεξιά κι αριστερά του διαδρόμου διάβασης, όταν τα οικονομικά το επιτρέπουν, προστατευτικά μέσα. πιο παλιά, τέτοια μέσα θεωρούνται οι επιμήκεις όρθιες πέτρες που αποκαλούνται “αρκάδες”. Με κυμαινόμενο ύψος από 25 έως 40 cm, τοποθετούνται κοντά-κοντά, δημιουργώντας χαμηλό φράκτη, ή κατά αποστάσεις, λειτουργώντας σαν κολωνάκια. Αργότερα θα χρησιμοποιηθούν και χτιστά στηθαία, τα “παραπέτα”. Υπάρχουν όμως και γεφύρια, αρκετά, που δεν διαθέτουν κανενός είδους προστατευτικό μέσο, είτε γιατί για λόγους κόστους δεν απέκτησαν από την αρχή, είτε γιατί το έχασαν, καταστράφηκε, στο πέρασμα των χρόνων. Πάντως είναι φανερό, πρέπει να το παραδεχθούμε, πως, με ή χωρίς προστατευτικά μέσα, το πέρασμα πρέπει να ήταν όχι μόνο δύσκολο, αλλά μερικές φορές και επικίνδυνο. αυτό, γιατί οι αρκάδες ή τα παραπέτα, όταν υπήρχαν, περισσότερο στήριζαν ψυχολογικά τους διαβάτες παρά ουσιαστικά. Ο διάδρομος διάβασης, σαν το χρηστικό μέρος του κτίσματος, μπορεί να φαντάζει στην ανατολίτικη εκδοχή του -καμπυλωτός- ιδιαίτερα εντυπωσιακός, λειτουργικά όμως υπήρξε προβληματικός. Γι’ αυτό, όταν κατακτήθηκε η απαραίτητη γνώση για να οριζοντιοποιηθεί, εγκαταλείφθηκε (αρχές 20ου αιώνα).

Tα γεφύρια στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου (Πίνδος), όπως ειπώθηκε, χτίστηκαν -τουλάχιστον όσα έφτασαν ως στις μέρες μας- στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Οργασμός κατασκευής παρατηρήθηκε από τα μέσα του 18ου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, χρόνια δηλαδή που οι ξενιτεμένοι μπόρεσαν να βοηθήσουν, αλλά και ενθουσιάστηκαν από την ίδρυση στο νότο ελεύθερου κράτους. 
Σιγά-σιγά, από τα τέλη του 19ου αιώνα, άρχισαν να εμφανίζονται στην περιοχή και γεφύρια “νέου” τύπου, γεφύρια έντεχνα, τουλάχιστον στη μορφή. Δηλαδή, δίνουν τώρα πια τα σχέδια σπουδασμένοι μηχανικοί, αν και συνεχίζουν να τα υλοποιούν -πελεκώντας τις πέτρες και χτίζοντας- οι ίδιοι οι εμπειρικοί τεχνίτες. Η καθαρά όμως λαϊκή τεχνοτροπία όλο και υποχωρεί. Όλα αυτά θα διαρκέσουν μέχρι εκεί γύρω στα 1950, που το τσιμέντο θα εισβάλλει -με ό,τι αυτό συνεπάγεται- και σε τούτα τα μέρη.


Ό
σα μέχρι τώρα παραθέσαμε, χαρακτηριστικά των πετρογέφυρων της Πίνδου, προέκυψαν μετά από πολυετή έρευνα και μελέτη, που στοιχειοθέτησε, ανέδειξε την ιδιαίτερη  ταυτότητά τους. Συμπληρωματικά, για περαιτέρω, σφαιρική θεώρηση, ας θίξουμε μερικά ακόμη ζητήματα, που αφορούν τον αριθμό τους, τη σημερινή κατάσταση, τη μορφολογία και τη γεωγραφική τους διασπορά.  

Στο Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (Α.Γ.Η.) έχουμε καταγράψει και εντάξει μέχρι σήμερα κοντά 1500 γεφύρια -η έρευνα συνεχίζεται . Απ’ αυτά, πολλά, τα περισσότερα, εξακολουθούν να επιβιώνουν, όντας σε κάποιες, εξαιρετικές βέβαια περιπτώσεις, ακόμη λειτουργικά. Δυστυχώς, σε υψηλό ποσοστό μετρούνται κι όσα έχουν πλέον καταστραφεί. Πολλά παρασύρθηκαν από τα ποτάμια, αιώνιό τους αντίπαλο και υπονομευτή, άλλα ανατινάχτηκαν στον τελευταίο πόλεμο, θύματα κάποιου επιχειρησιακού σχεδίου, ενώ κάποια βούλιαξαν ή εξακολουθούν να βουλιάζουν στις τεράστιες τεχνητές λίμνες των υδροηλεκτρικών έργων. Όμως, το περισσότερο ανησυχητικό είναι πως ο ρυθμός απωλειών έχει πια αυξηθεί δραματικά -οι συνθήκες αλλάζουν ραγδαία και η δική τους αντοχή όλο και μειώνεται.  



   Ως προς τη μορφολογία τους -πολύτιμο στοιχείο για το ρόλο που έπαιζε η κατασκευή ενός γεφυριού στις τότε κοινωνίες, τις οικονομικές δυνατότητες κάθε περιοχής, τις επιταγές ενός δύσκολου τοπίου-, σημειώνεται πως ο αριθμός των μονότοξων γεφυριών υπερτερεί εκείνου των πολύτοξων. Μάλλον, για να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, είναι η μορφή που πλειοψηφεί συντριπτικά των άλλων.  Η αιτία; Το κόστος βέβαια, αλλά και το εδαφικό ανάγλυφο που επιτάσσει έτσι.
     Πολύτοξα γεφύρια συναντάμε κυρίως στα πεδινά. Να πούμε πως, σε τούτα, όσο ο αριθμός των τόξων τους αυξάνει -δίτοξα, τρίτοξα, τετράτοξα κ.ο.κ.-, τόσο λιγότερα καταγράφονται· δηλαδή μεγάλο αριθμό τόξων συναντάμε όλο και σε λιγότερα γεφύρια. Αναπόφευκτο, γιατί στα πεδινά, όπου οι κοίτες πλαταίνουν, η γεφύρωση, τεχνικά και από άποψη κόστους, δυσκολεύει. Άλλωστε, οι μεγάλες κατασκευές αποτελούσαν -ή έπρεπε να αποτελούν- στόχο των αρχών, που όμως κάθε άλλο παρά ενδιαφέρονταν. Πάντως, αν και δεν προϋπήρξαν εδώ ξένα πρότυπα πειρασμός για μίμηση, ούτε τεχνικά μέσα ικανά να επιβάλουν οποιαδήποτε εγκεφαλική έμπνευση, το αποτέλεσμα -πολυμορφία με έντονη πλαστικότητα- εκπλήσσει.

    Αρκετό ενδιαφέρον κρύβει και η γεωγραφική διασπορά των γεφυριών, η κατανομή τους στο χώρο, που απ’ ότι φαίνεται εξαρτάται άμεσα από το υψόμετρο. Παρατηρούμε πως, ανεβαίνοντας στα υψώματα της Πίνδου, δηλαδή όσο απομακρυνόμαστε απ’ τις παραθαλάσσιες περιοχές της Πρέβεζας και της Άρτας, του Βούρκου και της Μουζακιάς, ή τις πεδινές των Τρικάλων και της Καρδίτσας από την άλλη μεριά, τόσο η πυκνότητα των γεφυριών αυξάνεται.Φανερό πως, εκεί ψηλά, το κατακερματισμένο ανάγλυφο με τις πολλές υδάτινες αρτηρίες και οι μεγάλες συγκεντρώσεις πληθυσμών της τουρκοκρατίας απαιτούν χτίσιμο όλο και περισσότερων γεφυριών. 
Το φαινόμενο, εξ αιτίας κι άλλων βέβαια λόγων, κορυφώνεται στο Ζαγόρι, όπου σ’ ένα σχετικά περιορισμένο χώρο συναντώνται πάρα πολλά γεφύρια, κάποτε το ένα δίπλα στο άλλο -μια επιπλέον πειστική μαρτυρία ευημερίας του συγκεκριμένου τόπου.  


Κ
αι φτάνουμε στα συμπεράσματα, στις τόσες διαπιστώσεις που, έτσι κι αλλιώς, έχουν πια καταχωριστεί στην ιστορία. Ο ορεσίβιος Ηπειρώτης, αυτός που θεώρησε τα πράγματα αφ’ υψηλού, από τις κορφές της Πίνδου, έκανε και με το παραπάνω το θαύμα του. Τα κατάφερε είτε σαν μάστορας, επιδέξιος κατασκευαστής, είτε σαν γενναιόδωρος χρηματοδότης, καλύτερα να τον πούμε χορηγό.    

Ο “Κούδαρης” -ο ντόπιος λαϊκός τεχνίτης κατά τη δική του μυστική γλώσσα- ακολούθησε, θαρρείς από ένστικτο, μια μέθοδο που αποδείχτηκε σοφή. Αντί να αγνοήσει τη φύση, να την κοντράρει δαμάζοντάς την, προτίμησε να συνδιαλλαγεί μαζί της αφουγκραζόμενος τις επιταγές της. Όλα όσα αναφέρθηκαν σαν αιτίες που γέννησαν, έκαναν επιτακτική την ανάγκη για γεφύρια, ο Ηπειρώτης γεφυράς θα τα σεβαστεί, θα συνεργαστεί μαζί τους, κι έτσι όχι μόνο θα λύσει το πρόβλημα αλλά και θα ομορφύνει το χώρο, θα τον εμπλουτίσει! Αυτή ακριβώς η επιλογή του -στάση ζωής- θα διαμορφώσει ένα ρυθμό, που αμέσως θα ξεχωρίζει το ηπειρώτικο γεφύρι από οποιοδήποτε άλλο της Ελλάδας ή της Βαλκανικής. 
Φυσικά υπήρξαν και αποτυχίες, περιπτώσεις που συχνά άγγιξαν τα όρια της τραγωδίας. Τα γεφύρια της Πλάκας, της Κόνιτσας, της Πολυτσάς, αρκετά άλλα, χρειάστηκαν δυο και τρεις προσπάθειες μέχρι να στεριώσουν. Και όχι δίχως θύματα. Μα ο φτωχός μάστορας έτσι έμαθε να πορεύεται, αυτή ήταν η σπουδή του. Πάθαινε και μάθαινε! Ο γνωστός θρύλος του γεφυριού της Άρτας σ’ αυτήν ακριβώς την αγωνία του αναφέρεται…


Πέρα όμως από την τόλμη, την όποια προσωπική θυσία -πρέπει να το παραδεχθούμε-, χωρίς χρήματα το όνειρο θα παράμενε ανεκπλήρωτο, πρόθεση που η υλοποίησή της δεν θα ερχόταν ποτέ. Γιατί για να στηθεί ένα πέτρινο γεφύρι χρειάζονταν λίρες πολλές, χιλιάδες γρόσια. Η σχετική δαπάνη -υπάρχουν τα στοιχεία- ξεπερνούσε κατά πολύ τα έξοδα ανέγερσης ενός σπιτιού, ενός σχολείου, ακόμη και εκκλησίας.
Ευτυχώς, θα αναλάβει να λύσει το πρόβλημα μια άλλη σημαντική πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του στερημένου ντόπιου, αυτή που ταύτισε την έννοια του εθνικού ευεργέτη με εκείνη του Ηπειρώτη πατριώτη. Γιατί δίπλα στους κολοσσούς της φιλογένειας θα ζήσουν, ευεργετώντας αθόρυβα τη μικρή πατρίδα, και άνθρωποι που δώρισαν για να γίνουν “μικρά” έργα: ένας δρόμος, μια βρύση, ένα γεφύρι. Τιμής ένεκεν, οι συγχωριανοί τους θα τα βαφτίσουν με τα ονόματά τους, μνημονεύοντάς τους μέσα στους αιώνες.

Ειδικά η χρηματοδότηση γεφυριών, αποτέλεσε, λόγω του υψηλού κόστους -η δυσκολία κατασκευής το έκανε ακόμη υψηλότερο-, ξεχωριστή περίπτωση. Η κατασκευή του, και μάλιστα πέτρινου, έπαιρνε τέτοιες διαστάσεις στα μάτια του κόσμου, που τελικά οδήγησε σε κείνο το …«γιοφύρι θα φκιάσεις αν κάνεις αυτό το καλό»! Ο ασυνήθιστα μάλιστα μεγάλος αριθμός τους, μας υποψιάζει και για κάτι άλλο. Μας μαρτυράει πως η συγκεκριμένη κατασκευή δεν λειτούργησε μόνο για κάλυψη οικονομικής ανάγκης, αλλά και ψυχολογικής -ας πούμε για άφεση αμαρτιών (συχώριο). Υπήρξε για την εποχή και μέσο κοινωνικής καταξίωσης, που συμμερίστηκαν έως κaι αυτοί οι Τούρκοι, κάποτε και ληστές που καταδιώκονταν από τις αρχές.

Σήμερα τα Ηπειρώτικα γεφύρια -όσα απόμειναν- έπαψαν να γεφυρώνουν λειτουργικά το χώρο. Όμως, μέχρι να διαλυθούν εις τα εξ ων συνετέθησαν, θα συνεχίζουν να βιώνουν με αξιοπρέπεια τη μοναξιά τους, να γεφυρώνουν με τα παράξενα μισοσβησμένα τους ονόματα το χρόνο, σε μια άλλη, ιδεατή διάσταση. Θρυλικά άλλωστε πια, έχουν μετουσιωθεί σε σύμβολα…


                                                                            



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου