Τρίτη 14 Απριλίου 2015

Και το Λαζάτι τραγουδούσε...

Ένα γράμμα – από τον Ανδρέα Ζαρμπαλά*…

ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΖΑΤΙ**  ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ
ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ




Ο
 Σπύρος Μαντάς όλα τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο και στον ξύπνο του έχουν τη μορφή των γεφυριών. Ρομαντικό μοιάζει, αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Στις μικρές και τις μεγάλες ποταμιές και χαράδρες, όπου τα γεφύρια ενώνουνε τον κόσμο, τριγυρίζει ο εφιάλτης του νερού και του καιρού. Όπως ο Δίας που έπαιρνε μαζί του τη βία και το κράτος, ο εφιάλτης των γεφυριών παίρνει την αδιαφορία και τη λησμονιά, που κάνουν το παν να ραγίσουν τα κεμέρια τους, να σβήσουν το ιστορικό τους, να αφανίσουν τα τυχόν τραγούδια τους. Ο εραστής των γεφυριών, όσο μακριά κι αν βρεθεί από τις αγάπες του, ακούει το γδούπο μιας πέτρας που πέφτει από το κορμί τους, το τρίξιμο ενός κεμεριού καθώς ραγίζεται, την αγωνία ενός τραγουδιού καθώς το παρασέρνουν τα κύματα του καιρού και του νερού.

Στο διαδικτυακό περιοδικό Δρυς διάβασα πρόσφατα ένα κείμενό του με τίτλο «Μνήμη ενός τραγουδιού». Από τις πρώτες κιόλας σειρές τον είδα να «πλαντάζει», να «καταρρέει» και λυπήθηκα που δεν ήμουν κοντά να του συμπαρασταθώ. Να του πω ότι για τη Ναυαρχίδα όλων των βαλκανικών γεφυριών υπάρχει τραγούδισμα. Και να αφήσει τους καυγάδες με τους λαογράφους!

Αγαπητέ κ. Μαντά, το «Γεφύρι της Άρτας» τραγουδιότανε στο χωριό μου. Και τι τραγούδισμα, θεέ μου! Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, δηλαδή σε ανύποπτο χρόνο, είχα δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Λαϊκό Βήμα», όπου εργαζόμουν, ένα κείμενο με τίτλο «Παιδικό μου χοροστάσι». Το 2007 το κείμενο αυτό, εμπλουτισμένο, συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μου «Το Αίμα της αγάπης», εκδόσεις Ροές. Δεν ξέρω αν θα σας είναι χρήσιμες, αλλά θα ’θελα να σας στείλω μερικές σκέψεις, μάλλον βιώματα, για το τραγούδισμα του χωριού μου, που χρονικά συμπίπτει με αυτό της Δερβιτσιάνης, δηλαδή, αρχές της δεκαετίας του 1950. Αν οι τότε ειδήμονες της Λαογραφίας δεν θα περνούσαν λοξά από το Λαζάτι και γενικότερα από τη Μειονότητα, σήμερα θα είχαμε και μια άλλη εκδοχή τραγουδίσματος, όπως και πολλά άλλα.

Του Λαζατιού το τραγούδι δεν ήταν πολυφωνικό όπως εκείνο της Δερβιτσιάνης. Ήταν επικό, μακρόσυρτο, ατέλειωτο σαν τον Άραχθο. Η μελωδία του έμοιαζε με εκείνη των βλάχικων τραγουδιών ψηλά στην οροσειρά της λαογραφίας, που ξεκινούσε από την Κορυτσά, διάβαινε στην Πρεμετή και κατέληγε στα χειμάδια των χωριών μας. Δεν τραγουδιότανε σε γάμους και ονομασίες ή πάνω σε σκηνές. Αναζωπυρώνονταν σαν ιερή φωτιά μόνον σε έναν τόπο, τον ίδιο, και μόνο σε μια μέρα του χρόνου, την ίδια. Τόπος του ήταν τα δέντρα της Αγίας Παρασκευής. Ημέρα του, η 26 Ιούλη

Ο εξωτερικός χώρος της εκκλησίας μας ήταν χωρισμένος στα δυο από χαμηλό τοίχο. Ο ένας ήταν χοροστάσι. Ο άλλος νεκροταφείο. Ο χαμηλός τοίχος δεν εμπόδιζε τη χαρά να περάσει από τη μεριά του θρήνου, ούτε το θρήνο να περνάει από τη μεριά της χαράς. Στον πρώτο, οι νεότεροι έμπαιναν στους χορούς με το κλαρίνο του Τούλη και το βιολί του Λεβέντη. Στον δεύτερο, η Αγία Παρασκευή στεκότανε σαν συλλογισμένη γερακίνα και γύρω της τα μνήματα σαν πουλιά της. Το στασίδι των αντρών ήταν από τη μεριά της γερακίνας με τα πουλιά. Χωριανοί και φιλοξενούμενοι μερακλήδες του τραγουδιού, έπιναν και τραγουδούσαν καθισμένοι στα φρεσκοκομμένα βλάχουρα που είχαν στρωθεί επί τούτου από το προηγούμενο βράδυ, κάτω από το μεγάλο δέντρο. Ακουμπημένο στον τοίχο - συμβολικό σύνορο μεταξύ χαράς θρήνου - ένα παιδί περιδιάβαζε το βλέμμα στις ξαναμμένες από το ρακί και το τραγούδι αντρικές φάτσες, προσμένοντας με αγωνία πότε θα έρθει η σειρά να πουν το τραγούδι, που το ταξίδευε πίσω από τα βουνά και πέρα από τη θάλασσα.
Οι πρωταγωνιστές του τραγουδιού αυτού ήταν δύο και ισάξιοι όσον αφορά τους ρόλους τους. Στεκότανε αντικριστά και, πλαισιωμένοι από τους ισοκράτες, αφηγούνταν το παράξενο συμβάν. Όχι παράλληλα, αλλά ο ένας μετά τον άλλο, σαν να σήκωναν πότε ο ένας και πότε ο άλλος μια χλωρή κολώνα για να την μπήξουν σε κορφή. Όταν τελείωνε ο Πύλιος τον πρώτο στίχο μαζί με το ρεφρέν, άρπαζε στον αέρα τον επόμενο στίχο, ο Μήτσιος. Γυρολόγος ο Πύλιος, δεν τον κρατούσαν ούτε οι τόποι, ούτε τα επαγγέλματα. Ξερακιανός άντρας ο Μήτσιος, δάσκαλος στο επάγγελμα, στον τόπο της γλώσσας λέγανε πως είχε ένα σπαθί που έκοβε από τις δυο μεριές. Αυτό τον πήρε στο λαιμό. Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε σε φυλακές και εξορίες.

Για να ’ταν κορυφαίοι σχεδόν πάντα αυτοί οι δύο, ποιος ξέρει, ίσως στο βάθος να ταίριαζε η μοίρα τους με τη μοίρα των πρωταγωνιστών του τραγουδιού, που δεν ήταν άλλο από το τραγούδι για το γεφύρι της Άρτας. Πολύ αργότερα, όταν είχα αρχίσει να ανακαλύπτω σιγά-σιγά το μυστήριο του κόσμου, κατέληξα ότι τους δύο θρυλικούς μου πρωταγωνιστές, δεν ήταν τόσο η θλίψη για το σώριασμα του γιοφυριού, που τους βασάνιζε. Γνωρίζοντας τη ζωή τους, πίστεψα ότι εκείνη η μακρινή θλίψη, πίσω από βουνά κι από αιώνες, προσωποποιούνταν. Στην περίπτωση του Μήτσιου έπαιρνε τη μορφή της πανέμορφης γυναίκας του, αδελφή του Πύλιου, που είχε πεθάνει πάνω στην πρώτη της γέννα, δεκαοχτώ χρονών. Στην περίπτωση του μπάρμπα Πύλιου έπαιρνε τη μορφή του γιου του, που όταν πέρασε ένα αερικό από την αυλή, του πήρε τα πόδια, τριών χρονών αγόρι, καθώς έπαιζε.

Από τότε που ο Μήτσιος μπήκε στη μεγάλη περιπέτεια, τη θέση του ως πρωταγωνιστής την πήρε ο Βασίλης Καραθάνος. Οι δυο πρωταγωνιστές, σαν δυο πρωτομάστορες του τραγουδιού, διέφεραν μόνον στους τόνους της φωνής τους. Ο τόνος του Πύλιου ήταν βαρύς, θλιμμένος, κι είχα την εντύπωση πώς ενώ πετούσε, ήταν ένα πέταγμα προς τα κάτω, προς τη γη, ενώ του Βασίλη Καραθάνου, λεπτός και διαπεραστικός σαν ξίφος, ήταν σαν να ανασηκώνονταν απότομα από τη γη προς τα ύψη. Το μυθικό εκείνο γεφύρι έπεφτε και να, ξανασηκώνονταν.

Το τραγούδι περιείχε βουερό ίσο. Βούιζε όπως τα δέντρα της Ντούμας μήνα Μάρτη που φύσαγε ο φουσκοδέντρης, να ξυπνήσει αυτά από τον ύπνο του χειμώνα κι εμένα από το λήθαργο της ηλικίας. Με τον πρώτο κιόλας στίχο οι άντρες της παρέας δεν ήταν πια πανηγυριώτες, ήταν οι μάστορες που μάχονταν να στεριώσουν το παράξενο γεφύρι: «χίλιοι μαστόροι δούλευαν - και πάλι δούλευαν». Αχολογούσε η ποταμιά της Άρτας, χτυπούσαν απεγνωσμένα τα σφυριά, ένα πουλάκι κάθονταν στη μεσιανή καμάρα, κι όσο να αποσώσει την ανθρώπινη λαλιά του, σωριάζονταν οι καμάρες. Ένα βαρύ, παρατεταμένο «ααα» έβγαινε από τα στήθια των αντρών.

Δεν ήταν καθόλου εύκολο να στεριώσει το γεφύρι της ζωής…


                                            Ανδρέας ΖΑΡΜΠΑΛΑΣ

Υστ.

Κύριε Μαντά, εγώ, τουλάχιστον, ακούω το τραγούδι του γιοφυριού της Άρτας, κάτω από το μεγάλο δέντρο. Το οποίο μεγάλο δέντρο σήμερα δεν υπάρχει. Τα μνήματα έριξαν τον χαμηλό τοίχο, έριξαν τα αιωνόβια δέντρα, έκαναν κατοχή το πρώην χοροστάσι και τώρα σπρώχνουν επίμονα τους γύρω θάμνους...


* Ο Ανδρέας Ζαρμπαλάς είναι λογοτέχνης.
** Το Λαζάτι  βρίσκεται νότια του Δέλβινου και των Αγίων Σαράντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου