Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Στο δρόμο των αρωμάτων



Κυκλοφόρησε το νέο μυθιστόρημα του Μάνθου Σκαργιώτη «Στο δρόμο των αρωμάτων» από τις εκδόσεις “διόπτρα”.
Ο συγγραφέας, με αφετηρία το τέλος ενός θρύλου -την παραλογή του γιοφυριού της Άρτας-, επιχειρεί ένα ταξίδι στους δρόμους παλαιών εποχών, παρασέρνοντάς μας σε αρώματα ψυχών και όχι μόνο.
Το παρακάτω κείμενο συμπεριλαμβάνεται στα Επιλεγόμενα του βιβλίου. Θέλω να ευχαριστήσω τον Μάνθο για την εμπιστοσύνη του και να του ευχηθώ Καλή Επιτυχία.
Σ.Μ.


 Του κύκλου το τέλος είν’ αρχή…
 
η μια ’χτισε το Δούναβη -η Όλγα,
κι η άλλη τον Αφράτη -η Αερινή,
κι εγώ η πλιο στερνότερη -η Δέσπω- της Άρτας το γιοφύρι…
- Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
τι έχω αδερφό -τον Κωσταντή- στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει…

ΤΕΛΟΣ -στην οθόνη της ψυχής μου κάθε Σαββάτο βράδυ! Κι όλη την εβδομάδα -μέχρι να ξανανοίξει η ¨Αίγλη¨-, αρκετές εκδοχές συνέχειας· ιδίως όταν, καληώρα, το έργο δεν έχει χάπι εντ. Γιατί για όσους ωριμάζουν μένοντας παιδιά -επώδυνη κατάκτηση-, τα σενάρια του ονείρου δεν σταματούν ποτέ.

Άραγε, έλαχε ποτέ να περάσει ο Κωσταντής απ’ το γιοφύρι; Αν ναι, ποιος ή ποιοι τον περίμεναν στο σπίτι;  Πώς θα αντέδρασε στο άκουσμα των κακών μαντάτων; Να συνεχίσει -μακάριος στη μοίρα του- τη ζωή που του ανταπέδωσε το σκληρό κουρμπέτι; Ή να επιλέξει την αλήθεια με τα τόσα επικίνδυνα απρόοπτα; Με άλλα λόγια: στο λιμάνι-αγκαλιά της Ανθής του ή στην εκπλήρωση της πεθυμιάς των γονιών του; Θυμητάρια των κοριτσιών στο μνήμα τους εζήτησαν... Και εκείνος ο άκαρδος γαμπρός του, ο μαστορο-Γιωργής, τώρα πού τάχατες να κρύβεται;

Τούτη τη φορά, με ποικιλόμορφους, κυρίως Βαλκάνιους συνθεατές, αφέθηκα για την αγωνιώδη συνέχεια στο χρέος του Κωσταντή Ντούλα (αδερφού των ¨εντοιχισμένων¨) και τη φαντασία του Μάνθου Σκαργιώτη (μακρινού απόγονου της φαμελιάς τους). Νέα αφετηρία -του τέλους η αρχή- και των δύο, Κωσταντή και Μάνθου, το Μονολίθι (τετρακόσια χρόνια πριν, Περβανά)· που εξακολουθεί να θωρεί ψηλά το χιόνι της Στρογγούλας, να πατά χαμηλά στου Άραχθου την υγρασία. Με τέτοιο λοιπόν μπόι και θεμέλι, ευτυχώς το ταξίδι δεν προμηνύεται εύκολο και, άρα, οι διαβαθμίσεις της εμπειρίας φαντάζουν δικαιολογημένα άπειρες. Αρκεί κι οι πέντε αισθήσεις -και άλλες εν δυνάμει- να σημαίνουν διαρκώς επιφυλακή…
Μας πρέπουν λοιπόν:
Διεισδυτική Όραση· για τις φουρτούνες των θαλασσών, της άσπρης του Αιγαίου και της μαύρης του Εύξεινου· για τις στροφές των ατραπών με τους άπατους γκρεμούς και τους αστερισμούς της νύχτας· για τις παγίδες των ληστών και τα ρεσάλτα των κουρσάρων· για τις στέπες που στοιχίζουν την Ανατολή, για τον Δούναβη που αναζωογονεί τη Βλαχιά…
Ευαίσθητη Αφή και Εξασκημένη Ακοή· για τους κτύπους της καρδιάς της Ανθής, της Ολιβίας, της Κλαούντια, αλλά και για τους θορύβους των παζαριών, τους τριγμούς των κουπιών, τα συρσίματα της αλυσίδας, τα διλήμματα του δευτερόλεπτου, την αντίδραση του Μεχμέτ αγά…  
Λιτή Γεύση και Καταδεκτική Όσφρηση· είτε πρόκειται για ψάρια ποταμίσια ψημένα στον ατμό, ωμά χόρτα, κρεμμύδι, νερόβραστο ρύζι και γαλέτες ζυμωμένες με χοιρινό λίπος, είτε για φασκόμηλο, ρίγανη, τσάι με μέντα, μελισσοβότανο, αραβικό γιασεμί...  

Και επιπλέον: υπομονή, αντοχή, γερά νεύρα, εξυπνάδα ή πονηριά, λογική ή τόλμη, κάποτε φρονιμάδα κι όνειρο μαζί, ακρίβεια σαν το λα του βιολιού τού Κωσταντή. Βέβαια κι άλλα πολλά για να τα καταφέρουμε -να επωφεληθούμε- από το μακρινό αυτό ταξίδι, με:

• τα τόσα ονόματα όμοιων και ταυτόχρονα διαφορετικών ανθρώπων -Δοσούλας, Ναδίνα, Αλέξω, Στάμος, Ρετζέπ, Δενάχ, Τζαφάρ, Αγγελίτζα, Λικάρντι, Μανούσος, Ρόιμπας, Βγένω, Μυρτάνη, Αθέρας, Μουμτάζ...
• τις τόσες πόλεις του Μύθου και της Ιστορίας, πλαισιωμένες δίκαια ή μη με την αχλύ του θρύλου -Αυλίδα, Χίος, Πάφος, Αλεξανδρέττα, Χάλαμπ, Βαβυλώνα, Μοσούλη, Μπαγντάτ, Τραπεζούντα, Κωνσταντινούπολη, Γκιουμούς Χανέ, Ρόδος, Κωστάντζα...
• τις τόσες θέσεις και αξιώματα, καμώματα εξουσίας στις πλάτες εξαθλιωμένων μεροκαματιάρηδων -δεφτερδάρηδες και αλμπάνηδες, καδήδες και δραγάτες, ουλεμάδες και οδαλίσκες, σεϊμένηδες και χαντούμηδες, τζανταρμάδες και αραμπατζήδες…

Μέσα σ’ όλα τούτα τα πολλά και τα παράξενα, άλλοτε σε παράλληλη χρονικά κίνηση, άλλοτε ταυτόχρονα κι αντικριστά, οι αντάρτες του Διονύσιου του Φιλόσοφου (Σκυλόσοφου ή και Δαιμονύσιου για άλλους), ο απόηχος και τα σημάδια του Μεγαλέξαντρου, οι Μύριοι για τη θάλαττα, οι Πέρσες και οι Ίωνες σε πόλεμο σκληρό. Γιατί, κατά την κυρά-Ναδίνα, τη μάνα του Κωσταντή, ¨τα παραμύθια και η αλήθεια το ίδιο πράμα είναι¨…

Και φτάνει πάλι Σάββατο -βδομάδας τα γυρίσματα που τελειωμό δεν έχουν! Και στην οθόνη της ψυχής ξαναπροβάλλει χρώμα χρόνου, για να μας αφηγηθεί συνέχειες της μπαλάντας που κάποτε γέννησε η γη των Βαλκανίων. Λυράρηδες τούτη τη φορά, το είπαμε, ο Κωσταντής κι ο Μάνθος -ΑΡΧΗ.

Ο Κωσταντίνος Ντούλας κατέβηκε στο δυτικό ακρόβαθρο του γεφυριού.
Τα γόνατά του έτρεμαν. «Δόλια αδελφή!» ψιθύρισε με σπασμένη φωνή.
Στο άσπρο μαντίλι, που κρατούσε στην αριστερή παλάμη, σύναξε λίγα
τρίμματα ασβέστη, ένα σβόλο χώμα και πετραδάκια που, με θρησκευτική
ευλάβεια, έβγαλε λίγο ψηλότερα απ’ τα θεμέλια. Πάνω απ’ το κεφάλι του
ένα κελαηδοπούλι έκοβε βόλτες τιτιβίζοντας ανήσυχο…

Σπύρος Ι. Μαντάς, 24.8.2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου