Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Του Παύλου το γιουφύρι




Του Παύλου το γιουφύρι
Η Θρακιώτικη εκδοχή της παραλογής
«Του γιοφυριού της Άρτας»
  
Η
 Θρακιώτικη εκδοχή της παραλογής «Του γιοφυριού της Άρτας» θέλει το πέτρινο γεφύρι που oυλημερίτσα το 'χτιζαν, του βράδ’ αργά ξιγέρνει να ονομάζεται, πάντα, «Του Παύλου το γεφύρι». Ακόμη και οι αρκετές παραλλαγές που έχουν καταγραφεί στη Βόρεια Θράκη, σε βουλγαρική γλώσσα, αυτό τον τίτλο φέρουν (Павльо ή Павли моста). Έτσι ονομάζεται ο πρωτομάστορας, έτσι και το γεφύρι του…

Έχει γράψει ήδη από το 1929 ο Πολ. Παπαχριστοδούλου: «…πολλά ωραία δημοτικά άσματα έχουν υπόθεσιν την θυσίαν των γυναικών των αρχιτεκτόνων εις το δεσπόζον της κτιζομένης γεφύρας στοιχειόν. Και εν Αδριανουπόλει διεσώθη παρόμοιον, αναφερόμενον εις το γεφύρι του Παύλου, παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν του Παυλίκιοϊ».
Το χωριό Παύλο (Παυλήκιοϊ), στην Ανατολική Θράκη, βρίσκεται ανάμεσα στη Μακρά Γέφυρα (Uzunköprű) και Μπαμπάεσκι (Babaeski), πάνω στον ποταμό Εργίνη. Μέχρι το 1922 το κατοικούσαν Πομάκοι και αρκετοί Έλληνες έμποροι. Σώζονται ακόμη μέχρι σήμερα ερείπια του παλιού πέτρινου γεφυριού, για την κατασκευή τού οποίου μαρτυρείται ο σχετικός θρύλος.




Σ
τα χωριά της Θράκης, ιδιαίτερα στα μέρη του Έβρου, υπάρχουν ακόμη γυναίκες -λίγες είναι η αλήθεια- που θυμούνται το τραγούδι, το λένε και μάλιστα κάποτε και το χορεύουν. Μέχρι πρόσφατα όμως ακουγόταν πολύ και η κάθε περιοχή είχε το δικό της τρόπο -με άλλους στίχους και άλλη μελωδία- να το λέει.

Η παραλλαγή που θα ακούσουμε εδώ -και θα δούμε και πώς χορευόταν- προέρχεται από το Ποιμενικό, πρώην Τσουμπανλί, που βρίσκεται βορειοδυτικά του Διδυμότειχου. Το όνομα του χωριού υποδηλώνει την ύπαρξη βοσκών, τσιουμπάνων (τουρκ. Ҫoban), αλλά η λέξη είναι σλαβική και σημαίνει κάποιο τίτλο τιμής. Σε οθωμανικό έγγραφο του 1485 το Τσουμπανλί αναφέρεται ως τμήμα του βακουφιού του Μουράτ Β (1421-1451) και από το ίδιο έγγραφο μαθαίνουμε ότι είχε δυο συνοικίες, μια μουσουλμανική και μια χριστιανική. Η παράδοση λέει ότι το χωριό φτιάχτηκε από έναν Βλάχο που όταν κάποια στιγμή φιλοξένησε έναν Τούρκο Αγά (ο οποίος αρχικά δεν αποκάλυψε την ταυτότητά του), εκείνος του υποσχέθηκε να κάνει πράξη ό,τι του ζητούσε. Ο Βλάχος ζήτησε από τον Αγά να του παραχωρήσει τόση έκταση, όση μπορούσαν να οριοθετήσουν τα πρόβατά του περπατώντας, όπερ και εγένετο. Πάνω σε αυτή την έκταση, λένε, φτιάχτηκε το σημερινό Ποιμενικό…[1]

Τ
ο τραγούδι, “Του Παύλου το γεφύρι”, είτε τραγουδιέται μόνο από γυναίκες, δηλαδή χωρίς μουσικά όργανα, είτε συνοδεύεται από γκάιντα. Στην τελευταία περίπτωση ακούγεται, όπως λέγεται, …φτινά, με …ψεύτικη φωνή· δηλαδή οι γυναίκες προσπαθούν να μιμηθούν σε ύψος τον ήχο τού συγκεκριμένου οργάνου. Φυσικά κάπου-κάπου, συνήθως στο τέλος του τραγουδιού όταν σολάρει ο γκαϊντατζής, εκφέρεται και εκείνο το τόσο κοινό στα θρακιώτικα τραγούδια “ι ι ι ι”, ένας κομπισμός που συχνά συναντάται στα χορικά των αρχαίων τραγωδιών. 

Η υπόθεση του θρύλου της ανθρωποθυσίας, στη συγκεκριμένη παραλλαγή -για να περάσουμε τώρα στο στίχο- αποδίδεται, νοηματικά και λεκτικά, κατά τον καλύτερο τρόπο· η θρακιώτικη ιδιοσυγκρασία, ξεκάθαρη και έντονη, φαίνεται παντού. Σε ιαμβικό 15σύλλαβο στίχο (8+7) φυσικά, εμπεριέχει όλα τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά και μοτίβα των δημοτικών τραγουδιών -ισομετρία, έλλειψη ομοιοκαταληξίας, αναδίπλωση του νοήματος του α΄ ημιστίχιου στο β΄, το στοιχείο του τρίτου, άσκοπα ερωτήματα, το θέμα του “αδυνάτου”, αρχαϊκά στοιχεία -είπαμε για το επιφώνημα “ιιιι”-, τσακίσματα ή γυρίσματα. Να σταθούμε στα τελευταία: ύστερα από κάθε α΄ ημιστίχιο επαναλαμβάνεται το “Βέργω μουρ'(η) Βέργω μ' λυγιρή”, μια απλή αλλά έντονη έκφραση αγάπης και ταυτόχρονα πόθου· μετά από κάθε β΄ ημιστίχιο ακούγεται “κι ωχ Βουργάρα 'ν' η ν- αγάπη ”, ένα τοπικό λαϊκό πιστεύω που εκπλήσσει με το φιλοσοφημένο του ύφος αλλά και τον απόηχο πρόσφατης ιστορικής εμπειρίας.

Το τραγούδι, είπαμε, χορεύεται. Εκτελείται στα βήματα του λεγόμενου “Ζωναράδικού”, όπως συναντάται στα χωριά των Μάρηδων[2] και των Μεταξάδων.[3] Πιστεύεται πως τούτο το χορό, γενικότερα, τον έφεραν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και ειπώθηκε έτσι εξ αιτίας της λαβής των χεριών των χορευτών -πιάνονται από τα ζωνάρια τους. Στη συγκεκριμένη του εκδοχή -που χορεύεται εδώ η παραλογή- έχει ενδιαφέρον η ρυθμική διαφοροποίηση των βημάτων όταν ακούγεται το β΄ ημιστίχιο σε σχέση με το α΄ -ελαφρό κλίσιμο σώματος και κεφαλής (υπόκλιση) και επιτάχυνση.




Η
 ηχογράφηση-μαγνητοσκόπηση του τραγουδιού-χορού έγινε στις 23 Οκτωβρίου του 2011 στην Αλεξανδρούπολη με τη βοήθεια του Συλλόγου “ο Έβρος”. [4]Πολλές ευχαριστίες οφείλονται στον Γιώργο Ζιώγα που επιμελήθηκε την όλη παραγωγή, καθώς και στον Θανάση Τσολάκη.


Τραγούδησαν "σε φωνές γκάιντας" και χόρεψαν οι: Αλεξανδράκη Γεωργία, Βασιλειάδου Τασούλα, Γκιριτζιώνη Βάσια, Δαλάτση Αθανασία, Δεμερτζή Χρύσα, Καραγιαννάκη Ευαγγελία, Καρασμανάκη Βάσω, Κατρανίτσα Μαρίνα, Κεχαγιά Τασούλα, Κοντίδου Λίτσα, Κουκουζέλη Ιωάννα, Κρίκη Πελαγία, Λιλιτάκη Δήμητρα, Λουκανίδου Βάσω, Μεταξά Βάγια, Μπάραλη Κατερίνα, Μωραΐτη Αγγελική, Ουλιανούδη Αποστολία, Παπαδοπούλου Νίτσα, Παπάζογλου Δήμητρα,Τερζή Στέλλα,Τσαμπάζη Κατερίνα, Χρηστίδου Κατερίνα.
Γκάιντα έπαιξε ο Γιώργος Μπεζιργιαννίδης.







ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΟ ΓΙΟΥΦΥΡΙ



Ηχογράφηση-Μαγνητοσκόπηση: Σπύρος Μαντάς (2011)
Παραγωγή: Αρχείο Γεφυριών Ηπειρώτικων (ΑΓΗ)

♫ ♫
(Νερ) Σαρανταπέντι μάστουροι
                       -Βέργω μουρ'(η) Βέργω μ' λυγιρή
(νερ) κι ως χίλια μαθητούδια
                   -κι ωχ Βουργάρα 'ν' η ν- αγάπη

γιουφύρι καταπιάστηκαν, του Παύλου το γιουφύρι.
Ουλημερίτσα το 'χτιζαν, του βράδ(ι) αργά ξιγέρνει.
Μοιρ(γ)ιολογούν οι μάστουροι κι κλαιν τα μαθητούδια:
- Αλίμουνο στουν κόπου μας, κρίμα στη δούλιψη μας,
ολημερίτσα χτίζουμε, του βράδι να ξιγέρνει.
Πουλάκι πήγι κι έκατσι στη δέξια την καμάρα,
δεν κελαηδούσι σαν πουλί κι ουδέ σα χιλιδόνι,
μόνου λαλούσι κι έλιγι μ' ανθρώπινη λαλίτσα:
- Όσου δε φάει άνθραπου, γιουφύρι δε στιρ(γ)ιώνει,
ουδέ ξενό, ουδέ δικό, του μάστουρα τ(η)' γυναίκα!
Του μαθητούδ(ι) προυβόδισαν, τ' μαστόρ'σα για να φέρει.
Κι απού μακριά τη χιριτάει, κι απού κουντά τη λέει:
- Ν' έλα, ν' έλα μαστόρισσα, μάστουρας σι γυρεύει.
- Κι τί μι θέλει μάστουρας, κι τι μι θέλει Παύλους;
Αν μι γυρεύει για καλό, ν΄αλλάξου κι να έρθου,
κι αν μι γυρεύει για κακό, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Κι για καλό κι για κακό, ν' αλλάξεις κι να έρθεις.
- Έχου ψουμί για φούρνισμα κι του πιδί μ΄ στην κούνια.
- Κι του ψουμί σου ψένιτι, κι του πιδί σ' κουνιέτι.
Κι τα χρυσά τσου έβαζι, στου μάστουρα παένει.
Κι απού μακρ(ι)ά τους χιριτάει, κι απού κουντά τους λέει:
- Σαν τι μι θέλεις μάστουρα, σαν τι μι θέλεις Παύλη;
- Του δαχτυλίδι μ' έπισι, κι η πρώτη αρραβώνα μ'
- Στέκα, στέκα, βρέ μάστορα, να σέβου να του βγάλου.
'Χιρσαν πέτρις να θιμιλιών', τα(η)' μαστόρ'σα να σκουτώσουν.
- Τράβα, τράβα, βρε μάστορα, τράβα για να μη βγάλεις.
- Πως τρέμει του κουρμάκι μου, να τρέμει του γιουφύρι,
πως πέφτουν τα μαλλάκια μου, να πέφτουν οι διαβάτες.
- Κόρη του λόγου σ' άλλαξι κι άλλη κατάρα δώσι,
εχ' ς αδιρφό στην ξινητειά, μη λάχει κι πιράσει.
- Πως τρέχ'(ει) του γαλατάκι μου, να τρέχουν οι διαβάτες.



[1] Βλέπε ένθετο φυλλάδιο στο CD για μια λάλησι για δυο λάλησι” του Πολιτιστικού Συλλόγου Παραδοσιακών χορών “ο Έβρος”.
[2] Στέρνα (Τατάρ), Νεοχώρι (Γενίκιοϊ), Παταγή (Παζαρλί), Αμπελάκια (Κουλακλί), Ποιμενικό (Τσιουμπανλί), Σιτοχώρι (Σκουρτοχώρι), Μάνη (Καδίκιοϊ), Καρωτή (Κουρτζί), Βρυσικά (Καραμπουνάρ), Ασπρονέρι (Άκμπουνάρ), Κουφόβουνο (Ίντσες), Ασβεστάδες (Κιρέτσκιοϊ), Κυανή (Τσιαουσλί).
[3] Μεταξάδες (Τουκμάκ), Παλιούρι (Τσιαλούκ), Αλεποχώρι (Τιλτίκιοϊ), Χιονάδες (Καρλί), Χανδράς (Καμπαΐκι), Δόξα (Τζιαμπάζ), Λάδη (Ιμπλιντίν), Μεγάλη Δοξιπάρα (Ντουγαντζί), Μικρή Δοξιπάρα (Τουρκούντουγαντζί), Ελληνοχώρι (Μπουλγκάρκιοϊ), Μανδρίτσα.
[4] Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Παραδοσιακών Χορών “ο Έβρος” ιδρύθηκε το 1989 με σκοπό αφενός τη συγκέντρωση όσο γίνεται μεγαλύτερου όγκου πληροφοριών που αφορούν το λαογραφικό γίγνεσθαι της Θράκης (τραγούδια, έθιμα, μουσικές, χορούς κλπ) και αφετέρου τη διασπορά αυτών των πληροφοριών ανά την Ελλάδα και τον κόσμο.
Υπεύθυνος: Γιώργος Ζιώγας.
Πληροφορίες: Μ. Γέφυρας 5, 68100 Αλεξανδρούπολη.
τηλ. & fax 2551022307

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου