Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Εφημ. ΓΝΩΜΗ / 13 Ιουλίου 2017



Μιλάει στην “ΓΝΩΜΗ”, ο ερευνητής της ιστορίας των γεφυριών της Ηπείρου
ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΤΑΣ
Γράφτηκε από τον Κώστα Γκέτση


Δυστυχώς, τα λόγια στον

τόπο μας, δεν έχουν κόστος!

Ένα "SOS", προς κάθε κατεύθυνση...


ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΤΑΣ. Έχει συνδέσει το όνομά του, με τα πέτρινα γεφύρια της Ηπείρου και θεωρείται σήμερα, ένας απ' τους ελάχιστους γνώστες της κατάστασης που επικρατεί περί αυτά και την αναγκαιότητα να δείξουν όλοι οι παράγοντες της Ηπείρου, αλλά και η πολιτεία, αυξημένο ενδιαφέρον, για την προστασία τους, ώστε να μην έχουμε τα ίδια... Με την κατάρρευση του Γεφυριού της Πλάκας...
"Δεν θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το παιγνίδι εντυπώσεων", λέει ο ίδιος στην συνέντευξη που παραχώρησε στην "Γ", ερωτώμενος για το τι συμβαίνει σήμερα, σε σχέση με την αναστήλωση του γεφυριού και το μέγεθος των εντυπώσεων, που δημιουργούνται, απ' τους κομίζοντες ενδιαφέρον και ευαισθησία. Ίσως σ' αυτούς μπορεί ν' απαντάει και η αποστροφή του λόγου του: "Δυστυχώς,  τα λόγια στον τόπο μας, δεν έχουν κόστος. Το γεφύρι όμως για να ξαναστηθεί έχει, και μάλιστα μεγάλο".
Η ενότητα της συνέντευξης που αφορά στην Άρτα, εξ ίσου ενδιαφέρουσα:  "Δυστυχώς κι εδώ οι απώλειες είναι σημαντικές. Από τα 51 γεφύρια τα 19 έχουν καταστραφεί. Αλλά και όσα σώζονται ακόμη, η κατάσταση τους δεν είναι ικανοποιητική. Μακριά, με ή χωρίς εισαγωγικά, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, στα Ιωάννινα, επικαλείται άλλοτε δικαιολογημένες και άλλοτε αδικαιολόγητες δυσκολίες παρέμβασης".
 Η παρούσα συνέντευξη του Σπύρου Μαντά την "Γ", μπορεί να χαρακτηριστεί κι ένα "SOS", προς κάθε κατεύθυνση... Βέβαια οι βασικοί αποδέκτες του σήματος κινδύνου, περί άλλων τυρβάζουν και άλλα του απασχολούν, αλλά όταν προκύψουν γεγονότα, ανάλογα μ' αυτό της 5ης Φεβρουαρίου 2015, τότε δεν θα έχουν καμία δικαιολογία, για να πουν πως δεν γνώριζαν... Άλλωστε και για τον λόγο αυτό, η "Γ" ζήτησε και εξασφάλισε την συνέντευξη του Σπύρου Μαντά...
Η ανάγνωση της συνέντευξης αυτής, θα επιβεβαιώσει την δική μας εκτίμηση. Και ας μας επιτραπεί να την χαρακτηρίσουμε, ένα ντοκουμέντο, για την ιστορία της Ηπείρου, την οποία οι περισσότεροι, την χρησιμοποιούν όταν βολεύει στην προβολή τους και όχι όταν οι συνθήκες επιβάλλουν την ευαισθησία...



• Κύριε Μαντά, θεωρείστε ο κατ’ εξοχήν ερευνητής των πέτρινων τοξωτών γεφυριών της Ηπείρου και μάλιστα ασχολείστε με αυτά αποκλειστικά. Πώς ξεκινήσατε; Και γιατί μόνο στην Ήπειρο;

Ένα μου ταξίδι στο Ζαγόρι το 1982 κι ένα άλλο, την ίδια χρονιά, στο Μόσταρ της ενιαίας τότε Γιουγκοσλαβίας, με κέντρισαν να ασχοληθώ με τα γεφύρια της συγκεκριμένης περιοχής. Για την ακρίβεια καταγράφω και μελετώ τα γεφύρια της Πίνδου κινούμενος από την Αμφιλοχία-Καρπενήσι έως τις Πρέσπες-Δυρράχιο, δηλαδή της Βορειοδυτικής Ελλάδας και της Νότιας Αλβανίας. Και βέβαια δεν επιδέχονται τα γεφύρια σύνορα και κτητικότητες. Πάντα επικοινωνούσαν χωρίς διακρίσεις. Συνιστούσαν και εξακολουθούν ακόμη να συνιστούν, όντας πια μνημεία, πολιτισμό.
Ασχολούμαι μόνο με τα γεφύρια της Πίνδου, γιατί εδώ συγκροτούν ρυθμό φτάνοντας σε υψηλά επίπεδα τεχνικής και αισθητικής. Και ακόμη, επειδή θέλησα να εμβαθύνω, όχι απλά να καταγράψω. Τα μυστικά των γεφυριών της Ηπείρου, της Πίνδου, είναι πολλά και απαιτούν αφοσίωση ζωής για να αποκαλυφτούν.


Το γεφύρι της Άρτας (φωτο: Σπ. Μαντάς / ΑΓΗ, 2010)

• Έχετε γράψει αρκετά βιβλία και με διάφορες άλλες δραστηριότητες αποκαλύψατε τέτοια μυστικά. Συνεχίζεται ακόμη η έρευνα; Αν ναι, σε τι σημείο βρίσκεται; Τι στοχεύετε;

Μια έρευνα δεν τελειώνει ποτέ. Έχω καταγράψει και μελετήσει έως τώρα κοντά στα 1300 γεφύρια. Έχουν προκύψει πολύτιμα στοιχεία. Αλλά μελετώ και τους μαστόρους που τα δημιούργησαν. Δεν γίνεται διαφορετικά. Αναφορά στο έργο χωρίς αναφορά στους δημιουργούς, είναι λειψή αναφορά. Οι μαστόροι, οι πραγματικοί δημιουργοί αυτών των έργων, αντίθετα με τους χορηγούς που αμείφτηκαν με υστεροφημία, έπεσαν θύματα των τότε κοινωνικών συνθηκών. Τους το οφείλουμε.
Ελπίζω σύντομα να εκδοθεί συνολικά η εργασία μου που μου έχει πάρει εντατική μελέτη 35 χρόνων. Το βιβλίο το βλέπω τουλάχιστον τρίτομο. Επίσης τελειώνω μια εργασία, που επίσης θα εκδοθεί, για τον θρύλο του γεφυριού της Άρτας. Πώς ακουγόταν το συγκεκριμένο τραγούδι, όχι απλά καταγραφή στίχων αλλά και μελωδιών.

• Μιλήστε μας λίγο για το τελευταίο. Έχει ενδιαφέρον, ειδικά για εμάς τους Αρτινούς.

Ενδιαφέρον έχει πολύ. Είναι αυτονόητο. Τώρα ειδικά για τους Αρτινούς, λυπάμαι που θα το πω, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρος πως ενδιαφέρονται. Ίσως θα θυμάστε μια προ πολλού πρότασή μου για λειτουργία δίπλα από το γεφύρι ενός κέντρου-μουσείου με τέτοιο προσανατολισμό και στόχο. Δυστυχώς οι τοπικοί αρμόδιοι κώφευσαν. Δεν συνειδητοποίησαν το θησαυρό που έλαχε να έχουν στον τόπο τους. Πρόκειται για ένα τραγούδι που ακούγεται σε όλη τη Βαλκανική, συνεχίζεται ακόμη να το τραγουδούν, κάποτε και να το χορεύουν! Πέρα βέβαια από την αδιαμφισβήτητη ίδια αξία ενός τέτοιου εγχειρήματος, θα μπορούσε να προκύψουν ακόμη και ανταποδοτικά οφέλη. Κρίμα. Τουλάχιστον ας διαφυλάξουν το ίδιο το μνημείο, γιατί παρατηρούνται κενά και σε αυτή τη συντήρησή του. Είναι ένα μνημείο, τόσο πολύ φορτισμένο με το θρύλο του.
Μέχρι στιγμής έχω καταγράψει περισσότερες από 150 σχετικές μελωδίες σε όλο τον ελλαδικό χώρο αλλά και τον βαλκανικό. Το βιβλίο μου αυτό, με πλήρη τεκμηρίωση για το θέμα, θα συνοδεύεται από CD με αρκετά τραγούδια.

Το γεφύρι της Πλάκας (πίνακας: Γιάννης Βαγενάς / ΑΓΗ, 1985)


• Να περάσουμε στο γεφύρι της Πλάκας; Πέρασαν ήδη δυόμισι χρόνια από την κατάρρευσή του. Τι λέτε, υπάρχει ελπίδα να ξαναστηθεί; Έχουν ακουστεί πολλά.

Έχουν ακουστεί πολλά, αλλά δεν έχει γίνει τίποτα. Εκτός αν αναφερόμαστε στην καταστροφή του τοπίου που ήδη συντελείται. Δυστυχώς τα λόγια στον τόπο μας δεν έχουν κόστος. Το γεφύρι όμως για να ξαναστηθεί έχει, και μάλιστα μεγάλο. Απαιτούνται εκατομμύρια ευρώ. Προσωπικά δεν έχω πειστεί, ούτε για την πρόθεση, ούτε για την αναγκαιότητα. Δεν θέλω να πω περισσότερα, να συμμετάσχω σε αυτό το παιγνίδι εντυπώσεων. Ό,τι είχα να πω, το είπα και μάλιστα αναλυτικά. Μόνο να ξαναθυμήσω πως με τόσα εκατομμύρια θα μπορούσαν να συντηρηθούν σχεδόν όλα τα γεφύρια που βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ας αποφασίσουμε λοιπόν τι θέλουμε, συντήρηση ή αναστήλωση; Και να το πράξουμε πριν είναι πολύ αργά.

• Κινδυνεύουν πολλά γεφύρια; Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης έρευνάς σας, είδατε να καταστρέφονται κάποια;

Σας είπα ήδη πως έχω καταγράψει 1300 πετρογέφυρα στην Πίνδο. Δυστυχώς δεν σώζονται όλα. Εγώ καταγράφω, έχω υποχρέωση να καταγράφω, και γεφύρια που δεν υπάρχουν πια. Η μνήμη ακόμη μας δίνει στοιχεία, ακόμη και φωτογραφίες χαμένων για πάντα γεφυριών. Για να επανέλθω, απαντήσω στο ερώτημά σας. Από το σύνολο των καταγραφέντων, δυστυχώς τα μισά έχουν καταρρεύσει. Κάποια τα πρόλαβα, άρα βίωσα την καταστροφή τους και πόνεσα. Της Πλάκας. Της Γκιάνας στο Ζαγόρι. Του Ντάλα στο Σούλι. Και αρκετά άλλα. Αλλά αυτό είναι, φιλοσοφώντας το, αναπόφευκτο. Έπαψαν να είναι λειτουργικές τούτες οι κατασκευές, τα πέτρινα γεφύρια εννοώ, από το 1950 σε γενικές γραμμές. Δεν κτίζονται, προστίθενται νέα και τα παλαιά βαθμιαία γονατίζουν. Αλλά ας μην τους δίνουμε εμείς τη χαριστική βολή με την αδιαφορία μας. Το τέλος όλων κάποτε θα έρθει. Κανόνας αυτό στη ζωή. Τίποτα δεν διαρκεί επί άπειρο. Ας προλάβουμε όμως τουλάχιστον να τα μελετήσουμε όπως τους αξίζουν. Ας απαλλαγούμε μερικώς από την αρχαιοπληξία μας, μόνο λεκτική και αυτή βέβαια. Κάθε εποχή έχει την αξία της, τα μνημεία της. Είναι μικρόψυχο, μίζερο, να αξιολογούμε με κουτά ή ύποπτα κριτήρια. Η Ελλάδα έχει πολλά μνημεία, ακόμη και αρκετά που θυμίζουν άσχημες εποχές. Όλα αξίζουν, όλα τα χρειαζόμαστε, συνιστούν ιστορία. Ας το “εκμεταλλευτούμε” επιτέλους αυτό. Αναφέρομαι βέβαια και στα εναπομείναντα λίγα -λόγω κοντόφθαλμης θεώρησης- κτίσματα από την τουρκική περίοδο.

Η καμάρα στου Βρατσίστα στην Άνω Καλεντίνη (φωτό: Σπ. Μαντάς / ΑΓΗ, 2010)

• Για το νομό Άρτας τι έχετε να μας καταθέσετε; Πόσα γεφύρια έχουν καταγραφεί; Υπάρχουν απώλειες;

Στον νομό Άρτας έχω καταγράψει 51 γεφύρια με ενδιαφέρουσες μορφές. Κάποια έγιναν μετά το 1881, την προσάρτηση δηλαδή της Άρτας και της περιοχής της στο ελληνικό κράτος και μας δείχνουν τις πρώτες φάσεις του περάσματος από τη λαϊκή γεφυροποιία στην έντεχνη, τουλάχιστον στον σχεδιασμό, γιατί εξακολουθούν να τα υλοποιούν εμπειρικοί πρωτομάστορες με τις μετακινούμενες ομάδες τους. Δυστυχώς κι εδώ οι απώλειες είναι σημαντικές. Από τα 51 γεφύρια τα 19 έχουν καταστραφεί. Αλλά και όσα σώζονται ακόμη, η κατάσταση τους δεν είναι ικανοποιητική. Μακριά, με ή χωρίς εισαγωγικά, η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, στα Ιωάννινα, επικαλείται άλλοτε δικαιολογημένες και άλλοτε αδικαιολόγητες δυσκολίες παρέμβασης. Να αναφέρω τη λεγόμενη Καμάρα στου Βρατσίστα στην Άνω Καλεντίνη που εγκλωβισμένη, κολλητά στη σκουριασμένη μπέλεϋ ασφυκτιά και αρρωσταίνει. Είναι κρίμα να χαθεί, καθώς μάλιστα θεωρείται έργο του Πραμαντιώτη Κώστα Μπέκα, πρωτομάστορα του άδικα χαμένου γεφυριού της Πλάκας.

Η καμαρούλα στο Πλακουτσέικο, Άνω Καλεντίνη (σχέδιο: Σπ. Μαντάς / ΑΓΗ, 1994)

• Καταγράφετε και τα γεφύρια της νότιας Αλβανίας, είπατε. Υποθέτουμε πως αυτό, λόγω των εκεί συνθηκών, δεν είναι εύκολο. Μπήκατε ενδεχομένως σε περιπέτειες. Έχετε κάνει πολλά ταξίδια; Πότε πρωτοπήγατε;

Η πρώτη μου επίσκεψη στην Αλβανία έγινε όχι και σε τόσο ήρεμη εποχή. Πήγα το 1997. Θυμάστε τις τότε ταραχές. Το επεδίωκα αρκετά χρόνια πριν, αλλά τότε μου δόθηκε η ευκαιρία και δεν θέλησα να τη χάσω. Έχω πραγματοποιήσει στη γειτονική χώρα 23 ταξίδια με πολύ καλή συγκομιδή και σε γεφύρια και σε εμπειρίες. Το τοπίο, οι άνθρωποι, δεν αλλάζουν πολύ. Είναι εξωτερικές, τεχνητές οι διαφορές, εν πολλοίς επιβαλλόμενες από άνωθεν. Τα σύνορα μπήκαν μετά από αιώνες, ύστερα από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την τουρκική. Γέφυρες υπήρχαν πάντα, καταγράφω τις υλικές, συνειδητοποιώ πολλές άλλες -προσωπικό μου όφελος το τελευταίο. Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια, μονότοξα και πολύτοξα, είναι εκειπέρα πολλά, αρκετά μάλιστα εξακολουθούν λειτουργικά. Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, πολλές τεχνικές και ανθρώπινες/λαογραφικές πτυχές. Ομολογώ πως κάποια τους, για να προσεγγιστούν, απαιτείται καλός σχεδιασμός ταξιδιού, τόλμη, χρήματα, γιατί όχι και εμπειρία που μετά τόσα χρόνια ευτυχώς πια υπάρχει. Το αποτέλεσμα όμως, η πλήρης καταγραφή, έστω και με κάποιες αναποδιές, τελικά επιτυγχάνεται, εμπλουτίζοντας το αντικείμενο μελέτης μου, αλλά και μένα ως άνθρωπο. Εν κατακλείδει, η όλη επιχείρηση, …απέκει, αναμφίβολα συνιστά μεγάλη εμπειρία.

Στο γεφύρι της Κυράς κοντά στο Αργυρόκαστρο (φωτό: ΑΓΗ, 2014)

• Τι κερδίσατε, κύριε Μαντά, από την πολύχρονη -ζωής θα λέγαμε- ενασχόλησή σας με τα γεφύρια; Αλήθεια δεν κουραστήκατε κάποια στιγμή, δεν επήλθε ένα είδος κορεσμού ας το πούμε;

Τι κέρδισα; Ασφαλώς δεν πιστεύω πως αναφέρεστε σε υλικά οφέλη. Τέτοια όχι μόνο δεν υπήρξαν αλλά, το αντίθετο, δαπάνησα πολλά. Ξέρετε, μερικές φορές αναλογίζομαι το κόστος ευκαιρίας. Τι δηλαδή θα μπορούσα να “απολαύσω” αν δεν “έμπλεκα”  με τα γεφύρια. Για τι ταξίδια θα ξεκινούσα, ας πούμε, τι θα έβλεπα, τι εμπειρίες θα αποκτούσα; Άλλο; Τι και πόσα βιβλία θα είχα διαβάσει, τι πνευματική προίκα απώλεσα; Για τέτοια και μόνο αναρωτιέμαι, αλλά γρήγορα επανέρχομαι. Η επιλογή μου, παρά το τότε νεαρό της ηλικίας μου, υπήρξε συνειδητή. Η έρευνα, όσο και να “ταλαιπωρεί”, με αρκετή μάλιστα μοναξιά, στο τέλος ανταμείβει πλουσιοπάροχα. Προσέξατε; Στο τέλος είπα. Αλλά όλα που αξίζουν έχουν κόστος, αργούν. Κι εγώ, πέρα από την καθεαυτή ηθική ανταμοιβή μου, τα μυστικά των γεφυριών που ανακάλυψα, τις πολλές λόγω της φύσης τους προσεγγίσεις που επιχείρησα με τα αντίστοιχα οφέλη, είχα και τα τυχερά μου. Ας πούμε -το έχω ξαναπεί- γνώρισα τους τελευταίους κατοίκους της Πίνδου. Λίγο είναι αυτό; Με έμαθαν πως ο τρόπος συμπεριφοράς, το ήθος, δεν διδάσκεται. Αυτό είναι μόρφωση, κατά τον Σωκράτη. Συνιστά τούτη και προσωπική κατάκτηση και δώρο της φύσης που σε περιβάλλει. Της Πίνδου εν προκειμένω. Στιγμή μη μας διαφεύγει: ας πάμε όπου μπορούμε, τα θεμέλια μας όμως πάντα στα βουνά. Τα βουνά προικίζουν με γέφυρες ύψους, απ’ όπου θωρείς αντικειμενικά, σωστά δηλαδή. Ο καθείς στα μέτρα του…

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου